αδασμολόγητος

αδασμολόγητος
-η, -ο
χωρίς δασμούς, αφορολόγητος: Πολλές πρώτες ύλες εισάγονται στη χώρα μας αδασμολόγητες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αδασμολόγητος — η, ο [δασμολογώ] αυτός που δεν δασμολογήθηκε ή δεν υπόκειται σε δασμούς, ο αφορολόγητος, ο ατελώνιστος …   Dictionary of Greek

  • αΐδασμος — ἀίδασμος, ον (Α) 1. ο υποκείμενος σε διαρκή δασμό («ἐκδίδομεν τὴν γῆν ἀίδασμον» επιγραφή) 2. (και αντίθ.) αδασμολόγητος, αφορολόγητος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”